μπερδεψιά

μπερδεψιά
η
μπέρδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. μπέρδεψ-α τού μπερδεύω + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπερδεψιά — η μπλέξιμο, ανακάτωμα: Έχει μπερδεψιές με παράνομους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλεξιά — η [μπλέκω] μπλέξιμο, μπερδεψιά, μπέρδεμα, περιπλοκή …   Dictionary of Greek

  • εμπλοκή — η 1. περιπλοκή, μπερδεψιά, μπλέξιμο, ανακάτωμα. 2. (μηχ.), η εισχώρηση των δοντιών οδοντωτού τροχού στα δόντια άλλου για μετάδοση της κίνησής του. 3. η αχρήστεψη της λειτουργίας όπλου εξαιτίας βλάβης του μηχανισμού του. 4. η πρώτη φάση της μάχης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”